ξαναδιαβάζω

ξαναδιαβάζω
διαβάζω πάλι, διαβάζω κάτι για δεύτερη φορά, επαναλαμβάνω την ανάγνωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξαναδιαβάζω — ξαναδιάβασα, διαβάζω, μελετώ το ίδιο θέμα: Οι μαθητές που απέτυχαν πρέπει να ξαναδιαβάσουν τα μαθήματά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”